μυστικοπαθής

μυστικοπαθής
-ές
1. αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό ή προς καθετί μυστηριώδες
2. αυτός που προσπαθεί να κρατήσει κρυφές τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του.
επίρρ...
μυστικοπαθώς
με μυστικοπαθή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. -παθ-ον, αόρ. β' τού πάσχω), πρβλ. ωραιο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από τα 1897 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυστικοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ρέπει προς το μυστικισμό, που ψάχνει μυστηριώδεις αιτίες σε όλα, ο μυστικόπαθος: Είναι μυστικοπαθής και δεν ξέρουμε τι του συμβαίνει και φέρεται περίεργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυστικοπάθεια — η 1. η ενδιάθετη τάση προς τον μυστικισμό, προς αναζήτηση μυστηριωδών αιτίων και δυνάμεων στην έρευνα πραγμάτων ή καταστάσεων 2. το να μην ανακοινώνει κάποιος τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ροντενμπάκ, Ζορζ — (Rodenbach, 1855 – 1898). Βέλγος γαλλόφωνος ποιητής και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Γάνδης και για μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, δεν άργησε όμως να το εγκαταλείψει και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • μυστικόπαθος — η, ο ο μυστικοπαθής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”