- μυστικοπαθής
- -ές1. αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό ή προς καθετί μυστηριώδες2. αυτός που προσπαθεί να κρατήσει κρυφές τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και τις αποφάσεις του.επίρρ...μυστικοπαθώςμε μυστικοπαθή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον, αόρ. β' τού πάσχω), πρβλ. ωραιο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από τα 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.